- αποπειραζω
- ἀποπειράζωArst. = ἀποπειράω См. αποπειραω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπειράζω — ἀποπειράζω (AM) [απόπειρα] 1. δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κάνω απόπειρα αξιόποινης πράξης εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
ἀποπειράζουσιν — ἀποπειράζω make trial of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποπειράζω make trial of pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειρασθῆναι — ἀποπειράζω make trial of aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειρασθέντες — ἀποπειράζω make trial of aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράζοντας — ἀποπειράζω make trial of pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράζων — ἀποπειράζω make trial of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειρᾶν — ἀπόπειρα trial fem gen pl (doric aeolic) ἀποπειράομαι make trial pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποπειράομαι make trial pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποπειράομαι make trial pres part act masc nom sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράσαι — ἀποπειρά̱σᾱͅ , ἀποπειράομαι make trial pres part act fem dat sg (doric) ἀποπειρά̱σαῑ , ἀποπειράομαι make trial aor opt act 3rd sg (attic) ἀποπειρά̱σαῑ , ἀποπειράομαι make trial aor opt act 3rd sg (doric aeolic) ἀποπειρά̱σᾱͅ , ἀποπειράζω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράσας — ἀποπειρά̱σᾱς , ἀποπειράομαι make trial pres part act fem acc pl (doric) ἀποπειρά̱σᾱς , ἀποπειράομαι make trial pres part act fem gen sg (doric) ἀποπειρά̱σᾱς , ἀποπειράομαι make trial aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειράσει — ἀποπειρά̱σει , ἀποπειράομαι make trial fut ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀποπειρά̱σει , ἀποπειράομαι make trial fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποπειρά̱σει , ἀποπειράομαι make trial aor subj act 3rd sg (attic epic) ἀποπειρά̱σει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειρασάμενον — ἀποπειρᾱσάμενον , ἀποπειράομαι make trial aor part mp masc acc sg (attic) ἀποπειρᾱσάμενον , ἀποπειράομαι make trial aor part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἀποπειρᾱσάμενον , ἀποπειράομαι make trial aor part mp masc acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)